Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Οράματα και σχεδιασμοί για την πόλη.Το παράδειγμα της Ακαδημίας Πλάτωνος

Η προσπάθεια να κατανοήσουμε τα χαρακτηριστικά της απεικόνισης και των σχεδιασμών της Αθήνας, με περίπτωση μελέτης την Ακαδημία Πλάτωνος, αναδεικνύει το συγκρουσιακό χαρακτήρα
της πόλης, υπαγορεύει την επανεξέταση ερμηνειών που αφορούν επενδυτικούς και θεσμικούς σχεδιασμούς και τις ματαιώσεις τους, υποδεικνύει «ρήγματα» και περιθώρια διεκδίκησης χώρο-κοινωνικής δικαιοσύνης και επανατοποθετεί σε δοκιμασία το ρόλο και την ίδια την έννοια του σχεδιασμού.




Αν και η Ακαδημία Πλάτωνος παρουσιάζεται ως μία ακόμα «λανθάνουσα ιστορική κεντρικότητα» της Αθήνας, αυτή σχετίζεται αποκλειστικά με τον σημαντικό αρχαιολογικό χώρο και τη δυνατότητά του να υποστηρίξει την ιστορική αφήγηση της πόλης.
Η επιδίωξη της έρευνας αυτής και η επιλογή της Ακαδημίας Πλάτωνος ειδικότερα, αφορά στην προσπάθεια να ανασυρθούν από το περιθώριο του λόγου για την πόλη μία σειρά ατομικές και συλλογικές πρακτικές και στρατηγικές που εμπλουτίζουν την απεικόνιση της πόλης και ενδεχομένως τροφοδοτούν τον σχεδιασμό με πολλαπλά οράματα.
Η διατύπωση κριτικών οραμάτων για την πόλη, την ίδια στιγμή που από-νομιμοποιεί τις κυρίαρχες αφηγήσεις και αποσταθεροποιεί αυταρχικούς σχεδιασμούς, συσπειρώνει και καλλιεργεί δομές αλληλεγγύης και συνεργασίας που εισάγουν στη συζήτηση για την πόλη την έννοια της ανθεκτικότητας.

Από αυτήν, τη συγκρότηση του οράματος, ανοίγεται ο σχεδιασμός στις πολλαπλές αφηγήσεις του χώρου και το ερώτημα μετατοπίζεται στη δυνατότητα να εγκατασταθούν αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των πολλαπλών αφηγήσεων και του σχεδιασμού.
Με άλλα λόγια, η έρευνα επιχειρεί να νοηματοδοτήσει εκ νέου το σχεδιασμό όχι σε σχέση με το κυρίαρχο ή κριτικό του περιεχόμενο αλλά σε σχέση με τη δυνατότητά του να συνομιλεί με μία πολλαπλή, υπό διαμόρφωση και εξέλιξη, συλλογική αφήγηση.

Η μεθοδολογία της έρευνας ακολουθεί δύο διακριτές και παράλληλες εμβαθύνσεις, στην ιστορία (διαχρονική «στρωματογραφία») και τα κοινωνικά υποκείμενα (συνεντεύξεις, ποιοτική έρευνα) της περίπτωσης μελέτης.
Η εμβάθυνση στο ζήτημα της ιστορίας επιδιώκει να εντοπίσει και να υποδείξει συνέχειες και ασυνέχειες, ολοκληρώσεις και μετεωρισμούς των οραμάτων και των σχεδιασμών για την πόλη. Ειδικότερα, η εμβάθυνση αυτή φωτίζει τη διαδοχή των νοηματοδοτήσεων που στον κυρίαρχο λόγο επαναφέρει επαναληπτικά το κέντρο της πόλης ως διακύβευμα.
Αν η ιστορική διερεύνηση ανασυγκροτεί και κάνει ευανάγνωστες τις μεταλλαγές των κυρίαρχων οραμάτων και σχεδιασμών, η προσέγγιση των κατοίκων της περιοχής και η προσπάθεια κατανόησης των μηχανισμών που αναπτύσσουν και των πρακτικών που υιοθετούν, επιχειρεί να μετατοπίσει το ενδιαφέρον από το υποκείμενο-σχεδιαστή και τις επιλογές του, στον κάτοικο της πόλης ως παραγωγό νοημάτων, οραμάτων και σχεδιασμού.

1. Η Ακαδημία Πλάτωνος ως διακύβευμα

Η Ακαδημία Πλάτωνος αποτελεί συνοικία του 4ου διαμερίσματος του Δήμου Αθηναίων σε επαφή με το χαρακτηρισμένο Ιστορικό Κέντρο της πόλης. Περιβάλλεται από τη λεωφόρο Κωνσταντινουπόλεως, την οδό Λένορμαν, τη λεωφόρο Κηφισού και τη λεωφόρο Αθηνών.
Στην ενότητα αυτή περιλαμβάνονται, εκτός από τις περιοχές κατοικίας των δύο γειτονιών (Αγ. Γεωργίου, Ακαδημίας Πλάτωνος), ο σημαντικός αρχαιολογικός χώρος-πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνος καθώς και το βιοτεχνικό πάρκο σε επαφή με τον Ελαιώνα και τη Λεωφόρο Κηφισού και σε εμπλοκή με μικρούς θύλακες κατοικίας.
Το όριο της λεωφόρου Κηφισού χαρακτηρίζεται από τις σημαντικές βιομηχανίες που εγκαταστάθηκαν και λειτούργησαν στον άξονα αυτόν αλλά και από την πρόσφατη μεταλλαγή του χαρακτήρα του σε υποδοχέα υπερτοπικού εμπορίου.
Η λεωφόρος Αθηνών διανοίγεται το 1956 διαχωρίζοντας την περιοχή της Ακαδημίας από τον βιομηχανικό Ελαιώνα και την τελευταία δεκαετία μεταλλάσσεται σημαντικά με την εγκατάσταση λειτουργιών του τριτογενή τομέα.

Αν και η ευρύτερη περιοχή που περιλαμβάνει τις δύο γειτονιές και το βιοτεχνικό πάρκο, βρέθηκε διαχρονικά στο περιθώριο ή εκτός των σχεδιασμών, η Ακαδημία Πλάτωνος λόγω του σημαντικού αρχαιολογικού χώρου με το ειδικό βάρος που κατέχει στην αθηναϊκή ιστορική αφήγηση, επανέρχεται κατά καιρούς στο λόγο για την πόλη και εντάχθηκε, συχνά, στα οράματα και τους σχεδιασμούς του τουριστικού της προϊόντος.
Η δυναμική παρουσία κατοίκων και συλλογικοτήτων καθιστά την Ακαδημία Πλάτωνος ένα παράδειγμα στο οποίο το εκάστοτε κυρίαρχο όραμα και οι κεντρικοί σχεδιασμοί έρχονται σε αλληλοδιαπλοκή με τη δυναμική προβολή πολλαπλών οραμάτων και αφηγήσεων για την πόλης.
Οι κάτοικοι, οι συλλογικότητες και οι πρακτικές τους δεν συγκροτούν ένα συνεκτικό, αντίπαλο ή κριτικό όραμα γεγονός που δυσχεραίνει τη σύνθεσή του με τη διαδικασία και το προϊόν του θεσμικού σχεδιασμού.

Η Ακαδημία Πλάτωνος αποτελεί, στο παραπάνω πλαίσιο, ένα διακύβευμα που ανάγεται με πολλαπλό τρόπο στο ζήτημα του σχεδιασμού.
Η παρούσα έρευνα επιχειρεί, με παράδειγμα την Ακαδημία Πλάτωνος, την εκ νέου νοηματοδότηση του σχεδιασμού, όχι σε σχέση με το κυρίαρχο ή κριτικό του περιεχόμενο αλλά σε σχέση με τη δυνατότητά του να συνομιλεί με μία πολλαπλή, υπό διαμόρφωση και εξέλιξη, συλλογική αφήγηση.
Η ανά-νοηματοδότηση της διαδικασίας του σχεδιασμού ως «καλλιέργεια» προϋποθέτει ένα πλαίσιο κατανόησης του χώρου που μας κατευθύνει να εστιάσουμε την έρευνα από την μία στην ιστορική στρωματογραφία και από την άλλη στην πολλαπλότητα των οραμάτων και των αφηγήσεων των κοινωνικών υποκειμένων για το χώρο.

Το κεντρικό κτίριο της κλωστοϋφαντουργείας Μουζάκη, κατεδαφίζεται αιφνίδια τον Απρίλιο του 2011 και ενώ εκκρεμεί η διαδικασία κήρυξής του ως διατηρητέου Μνημείου Βιομηχανικής Κληρονομιάς.

Στην ερευνητική αυτή εργασία, προηγείται η περιγραφή ενός θεωρητικού πλαισίου κατανόησης του χώρου, της χωρικότητας και του σχεδιασμού.
Το πλαίσιο αυτό ορίζει μία «a priori ενόραση» (Παναγιωτάτου 1988) που κατευθύνει την ερευνητική προσέγγιση της Ακαδημίας Πλάτωνος ως περίπτωση μελέτης.
Μεθοδολογικά, η έρευνα ακολουθεί δύο διακριτές και παράλληλες εμβαθύνσεις, στην ιστορική «στρωματογραφία» και τα κοινωνικά υποκείμενα (συνεντεύξεις, ποιοτική έρευνα) της περίπτωσης μελέτης.
Η εμβάθυνση στο ζήτημα της ιστορίας επιδιώκει να εντοπίσει και να υποδείξει συνέχειες και ασυνέχειες, ολοκληρώσεις και μετεωρισμούς των οραμάτων και των σχεδιασμών για την πόλη.
Την ίδια στιγμή που η «στρωματογραφία» ανασυγκροτεί και κάνει ευανάγνωστες τις μεταλλαγές των κυρίαρχων οραμάτων και σχεδιασμών, η προσέγγιση των κατοίκων της περιοχής και η προσπάθεια κατανόησης των μηχανισμών που αναπτύσσουν και των πρακτικών που υιοθετούν, επιχειρεί να μετατοπίσει το ενδιαφέρον από το υποκείμενο-σχεδιαστή και τις επιλογές του, στον κάτοικο της πόλης ως παραγωγό νοημάτων, οραμάτων και σχεδιασμού.

2. Για το ερώτημα τοπ σχεδιασμού
2.1 Το όραμα, η απεικόνιση, η επιλογή
Στο πλαίσιο των μεταλλαγών του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος, η προσπάθεια να συζητήσουμε την έννοια του σχεδιασμού, προϋποθέτει την εκ νέου νοηματοδότησή του. Ο βιωμένος αστικός χώρος αποκαλύπτει, την αδυναμία του σχεδιασμού να συμβάλλει στην μεταστροφή των συνθηκών κατοίκησης μέσα από τη ρύθμιση των φυσικών του χαρακτηριστικών.
Στο πλαίσιο της επιστημονικότητας, που περιέβαλε εξ αρχής το πεδίο του αστικού σχεδιασμού, αυτός όφειλε να συγκροτηθεί στη βάση μίας ορθολογικής διαδικασίας με διακριτά στάδια, αναλυτικά δεδομένα και «αντικειμενικά ορθές» ή τουλάχιστον «βέλτιστες» σχεδιαστικές επιλογές.
Παρά την διαδρομή στην οποία οι επιστήμες και η φιλοσοφία του 20ου αιώνα αποσταθεροποίησαν τη «λογική θεμελίωση» και απώλεσαν την επιστημονική τους βεβαιότητα (Μπαλτάς & Στεργιόπουλος 2013, Τερζάκης 2012), η θετικιστική αδράνεια καθηλώνει τον σχεδιασμό του χώρου και τις πρακτικές του εντός των ορθολογικών τους αγκυρώσεων.

Προκειμένου να διερευνήσουμε τα περιθώρια ανά-νοηματοδότησης του σχεδιασμού στη σύγχρονη πολεοδομική, κοινωνική συγκυρία, αναγάγουμε τη σχεδιαστική πρακτική στις έννοιες του οράματος και της απεικόνισης.

«Στην αρχή, εμφανίζεται ένα όραμα: η εικόνα της δυσνόητης πολυπλοκότητας και του απείρου του κόσμου απλοποιείται σε ανεκτές, αφομοιώσιμες, λογικές, υποφερτές διαστάσεις. Κατόπιν, έρχεται η προσπάθεια να ανυψώσουμε τον υπάρχοντα κόσμο στο επίπεδο του οράματος-προσπαθούμε δηλαδή να τον καταστήσουμε τόσο σαφή, άδολο, ευανάγνωστο όσο και το όραμα. [...]
Οι αφηγήσεις είναι σαν προβολείς. Το έργο τους είναι να «θεραπεύσουν» τη σκηνή, να την προετοιμάσουν για οπτική και διανοητική πρόσληψη από τους θεατές, να δημιουργήσουν μια εικόνα την οποία να μπορεί κανείς να αφομοιώσει, να κατανοήσει και να συγκροτήσει, μέσα από ένα χάος κηλίδων και στιγμάτων που κανείς δεν έχει τη δυνατότητα να προσλάβει ή να αντιληφθεί.
Αποστολή της αφήγησης είναι να επιλέγει. [...] Χωρίς επιλογή δεν θα υπήρχε αφήγηση.»» (Bauman 2005, σ. 34).

Οι παρατηρήσεις του Bauman για το όραμα και την αφήγηση, αναδεικνύουν την αξία της επιλογής στη διαδικασία του σχεδιασμού.
Ο σχεδιασμός συναρτάται με ότι αποκαλέσαμε όραμα και αφήγηση του υποκειμένου, επομένως, τα ερωτήματα που ανοίγονται αφορούν από τη μία το υποκείμενο που σχεδιάζει και το ρόλο του, και από την άλλη, το ενδεχόμενο ο σχεδιασμός να συναρτάται από πολλαπλά οράματα και αφηγήσεις και να παραμένει ανοικτός στον διαρκή αναπροσδιορισμό τους.
«Αν κανένα σχέδιο δεν έχει πραγματικά πλήρη επιτυχία και δεν αποφεύγει την επίδραση σε όψεις της πραγματικότητας που αγνοήθηκαν ή παραμελήθηκαν σκόπιμα, τότε μόνο ο καθ' υπερβολήν σχεδιασμός, ένα πλεόνασμα σχεδίων, μπορεί να διασώσει τη σχεδιαστική διαδικασία, αναπληρώνοντας τις αναπόφευκτες πλάνες του κάθε μέρους και σταδίου της.» (Bauman 2005, σ. 45).
Η πολεοδομική πρακτική, και η ελληνική εμπειρία ειδικότερα, περιορίζουν την αντίληψη του σχεδιασμού στην επαναληπτική και ατελέσφορη διαπραγμάτευση του υφιστάμενου, την διαρκή αστοχία και τη μετάθεση του «νέου» στο απροσδιόριστο μέλλον.
Ο σχεδιασμός, παρά τις καλές προθέσεις και τις βέλτιστες προϋποθέσεις, αποτυγχάνει συστηματικά να εγκαταστήσει τη «νέα» συνθήκη. Το ερώτημα που διαμορφώνεται λοιπόν γύρω από το σχεδιασμό είναι το κατά πόσον μπορεί να αποτελέσει μία «καλλιέργεια», μία σε εξέλιξη διαδικασία που πυκνώνει και ενεργοποιεί πολλαπλά οράματα για το χώρο, αντί να υιοθετεί και επιβάλει ένα όραμα για αυτόν.
2.2 Νοηματοδοτήσεις μίας οπτικής για το χώρο και το σχεδιασμό του
Σε μία σειρά από επεξεργασίες της «χωρικότητας», της «δημόσιας σφαίρας», του «κοινωνικού», του «συλλογικού» οφείλουμε μία μετατόπιση των προσεγγίσεων του χώρου από το χωρικό τους ανάλογο στην κοινωνική τους συγκρότηση (Μίχα 2008 και 2012). Ο χώρος παράγεται από σχέσεις υποκειμένων, δεν «βρίσκεται» απλώς εκεί, ανεξάρτητα από τους κοινωνικούς δρώντες.
Σύμφωνα με την ερμηνεία της Doreen Massey (2001), η χωρικότητα είναι η σφαίρα της δυνατότητας να υπάρχει πολλαπλότητα αφού οι σχέσεις των κοινωνικών υποκειμένων παράγουν κατά τη διάρκειά τους χώρο. Λόγω των συγκρουσιακών σχέσεων που χαρακτηρίζουν το δημόσιο (Χατζησάββα 2011), σήμερα οι ερμηνείες των κοινωνικών σχέσεων που αναζητούν πεδία συνεργασίας, διαπολιτισμικών επαφών και συνύπαρξης, αναφέρονται σε «τρίτους» τόπους, «ενδιάμεσους» ή «συλλογικούς» (Δημητρίου, Κουτρολίκου 2011).
Αυτή η οπτική αναδεικνύει τους «ενδιάμεσους» τόπους ως έκφραση σχέσεων συνεργασίας, ως τόπους διαλόγου και ανάπτυξης συμβιωτικών συνθηκών, προτάσσοντας όχι μία θεσμική περιγραφή του δημόσιου αλλά έναν κοινωνικό προσδιορισμό του τόπου και μία διαδικασία ανάκτησης του δημόσιου ως κοινού αγαθού.
«Ο χώρος της δημόσιας εμφάνισης γεννιέται εκεί όπου οι άνθρωποι συνευρίσκονται διαμέσου της ομιλίας και της πράξης, και συνεπώς προηγείται και προπορεύεται κάθε τυπικής συγκρότησης της δημόσιας σφαίρας και των διαφόρων μορφών με τις οποίες μπορεί να οργανωθεί η δημόσια σφαίρα. Η ιδιορρυθμία του είναι ότι αντίθετα από τους χώρους, οι οποίοι αποτελούν έργο των χειρών μας, δεν επιβιώνει της δραστηριότητας που τον γεννά, αλλά εξαφανίζεται [...] με την εξαφάνιση ή με την αναστολή των ίδιων των δραστηριοτήτων. Βρίσκεται δυνητικά εκεί όπου συναθροίζονται οι άνθρωποι, αλλά μόνο δυνητικά, ποτέ αναγκαία και ποτέ για πάντα.» (Arendt 2009, σ. 272).
Η έννοια του κοινού υπερβαίνει τη διάκριση δημόσιου-ιδιωτικού και τις συνθήκες συμπερίληψης και αποκλεισμού τις οποίες αυτή επιβάλλει (Λάμπρου, Μπαλαμπανίδης 2011, σ.39). Η ιδιότητα του κοινού δεν είναι εγγενής στο χώρο αλλά αναδεικνύει τη σχεσιακή του υπόσταση.
Σύμφωνα με την D. Massey (2001) «η χωρικότητα είναι η σφαίρα της ενδεχόμενης αντιπαράθεσης διαφορετικών αφηγήσεων, της σφυρηλάτησης νέων σχέσεων» και ο χώρος προϋπόθεση για να υπάρξει πολλαπλότητα και αλληλεπίδραση.
Κατά συνέπεια, το κοινό ως χώρος ανοιχτής διαπραγμάτευσης αποκτά κρίσιμη σημασία στο πλαίσιο που η κρίση, η κυρίαρχη αφήγηση, οι θεσμικές πολιτικές και οι επενδυτικές στρατηγικές επιβάλλουν για την αντίληψη της πόλης και την κατοίκηση της.
«Η συμβίωση μέσα στον κόσμο σημαίνει κατ' ουσίαν ότι ένας κόσμος πραγμάτων βρίσκεται μεταξύ εκείνων που τον έχουν από κοινού...» (Αrendt 2009, σ.78).
Τα χαρακτηριστικά του τόπου -που αποτελεί κάθε γειτονιά/ ευρύτερη περιοχή της πόλης/ η ίδια η πόλη- συγκροτούν τον «χαρακτήρα» ή «ατμόσφαιρά» του και παράγονται από τη συλλογική παρουσία, δράση, αλληλεξάρτηση, και τη διαχρονική εναπόθεση ατομικών και συλλογικών πρακτικών στο χώρο (Massey 1995).
Ο David Harvey περιγράφει την «ατμόσφαιρα» ως συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο, ένα κοινό αγαθό που κατ' εξοχήν εμπορευματοποιείται και που μένει να διεκδικηθεί συλλογικά.
Ο ανά-προσανατολισμός των σημασιών, των νοηματοδοτήσεων, των κατανοήσεων, των αιτημάτων, των δράσεων, των διεκδικήσεων, της συλλογικής ζωής αποτελεί θεμελιώδες ιδεολογικό και πολιτικό διακύβευμα των κοινωνικών κινημάτων προκειμένου αυτά όχι μόνο να υπερασπίζονται μαχητικά το κοινό αγαθό της πόλης αλλά να διασφαλίζουν τη συλλογική νομή της υπεραξίας που αυτό παράγει.

Στην περίπτωση της Ακαδημίας Πλάτωνος, η στρωματογραφική ανασυγκρότηση της ιστορίας επιχειρεί μέσα από τις διαδοχικές αφηγήσεις για το χώρο να διερευνήσει τα όρια του θεσμικού σχεδιασμού.
Την ίδια στιγμή η έρευνα εστιάζει στα κοινωνικά υποκείμενα προκειμένου να ανασυρθούν από το περιθώριο του λόγου για την πόλη μία σειρά ατομικές και συλλογικές πρακτικές και στρατηγικές που εμπλουτίζουν την απεικόνιση της πόλης και ενδεχομένως τροφοδοτούν τον σχεδιασμό με πολλαπλά οράματα.
Η διατύπωση κριτικών οραμάτων για την πόλη, την ίδια στιγμή που απονομιμοποιεί τις κυρίαρχες αφηγήσεις και αποσταθεροποιεί αυταρχικούς σχεδιασμούς, συσπειρώνει και καλλιεργεί δομές αλληλεγγύης και συνεργασίας που εισάγουν στη συζήτηση για την πόλη την έννοια της ανθεκτικότητας.

3. Η Ακαδημία Πλάτωνος ως ιστορική στρωματογραφία

Χαρακτηριστική θέση στο ελληνικό μυθολογικό οικοδόμημα που νοηματοδοτεί το χώρο, κατέχει το νερό.
Τη λατρεία προσωποποιημένων χειμάρρων μαρτυρούν μία σειρά από ιερά που οικοδομούνται στις όχθες τους και γύρω από τα οποία δημιουργούνται ιερά άλση και γυμνάσια (Νίκου, Ανανιάδης 1994). Μία τέτοια εγκατάσταση συναντάμε στο βόρειο άκρο του Ελαιώνα, σε άμεση γειτνίαση με τον Κηφισό ποταμό και σε εγγύτητα προς τον δήμο του Ίππιου Κολωνού.
Η τοποθεσία, που παίρνει το όνομά της από το ιερό του ήρωα Ακάδημου, είναι αποσπασμένη από την πόλη και συνδέεται με αυτήν μέσω του Δημόσιου Σήματος και του Κεραμεικού (Φιλαδελφεύς 1994).

Στο συγκρότημα της Ακαδημίας συγκεντρώνονται κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. ιερά, τόποι λατρείας αλλά και οι εγκαταστάσεις ενός γυμνασίου ενώ περί το 380 π.Χ. ο Πλάτωνας εγκαθιστά σε αυτό, τη φιλοσοφική του σχολή που θα λειτουργήσει στο ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον του Ελαιώνα και του Κηφισού μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ (Brun 1990).
Το Γυμνάσιο της Ακαδημίας θα αποτελέσει για χίλια περίπου χρόνια μία από τις σημαντικότερες πνευματικές εστίες της Αθήνας (Τραυλός 2005, σ. 134).
Το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών της Αθήνας, από τον Ιουστινιανό το 526 μ.Χ., θα σημάνει και την οριστική περιθωριοποίηση της πόλης στο πλαίσιο της νέας αυτοκρατορίας.
Το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την πρώιμη τουρκοκρατία είναι αρκετό ώστε κατά τα μέσα του 15ου αιώνα να μην είναι γνωστή η ακριβής θέση των άλλοτε ισχυρών φιλοσοφικών σχολών της Αθήνας (Μοσχονάς 1994).

Η επιλογή της πρωτεύουσας του νέου ελληνικού κράτους το 1834 επανατοποθετεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος την Αθήνα και βασίζεται στην ανάπτυξη ενός οράματος για το μέλλον του έθνους «στέρεα αγκυρωμένου» στο ένδοξο παρελθόν της πόλης (Μπαστέα 2008).
Ο «κεντρικός» σχεδιασμός και η δημιουργία της αρχαιολογικής ζώνης γύρω από την οποία θα αναπτυχθεί η νέα πόλη έρχονται σε σύγκρουση από την πρώτη στιγμή με τη μικρή ή μεγαλύτερη ιδιοκτησία που ενθαρρύνεται προκειμένου το νέο κράτος να αντλήσει ευρύτερη συναίνεση (Μαντουβάλου 1988).

Η ματαίωση των προσδοκιών για την εξέλιξη της ανακτορικής γειτονιάς στην οδό Πειραιώς, χαρακτηριστικό παράδειγμα της «διαπλοκής των ατομικών-συγκυριακών επιλογών και των δομικών τάσεων που υπαγορεύουν την ανάπτυξη της πόλης»» (Αγριαντώνη 1994), οδηγεί στη δημιουργία της σημαντικής παραγωγικής μονάδας του μεταξουργείου (Παπαδόπουλος-Βρεττός 2001).
Αν και σύντομη, η λειτουργία του θα προσελκύσει και άλλες βιοτεχνίες και παραγωγικές δραστηριότητες και τελικά την εγκατάσταση του εργατικού δυναμικού που απασχολείται σε αυτές (Αγριαντώνη, Χατζηιωάννου 1995).

Η εγκατάσταση των πρώτων βιομηχανιών, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, στο βόρειο τμήμα του Ελαιώνα και την ευρύτερη περιοχή της Ακαδημίας Πλάτωνος προσελκύει εργάτες και τις οικογένειές τους κυρίως γύρω από τις εγκαταστάσεις του Λαναρά, του Μουζάκη, του Δημόσιου Καπνεργοστασίου και του ΒΟΤΡΥΣ στα Σεπόλια (Χατζιώτης 2005, Μπίρης 1999).
Αν και τμήματα της περιοχής έχουν ενταχθεί στο σχέδιο πόλης από το 1887 και η γειτονιά αποκτά το όνομα Ακαδημία Πλάτωνος το 1908 (13 Μαρτίου), σημαντική αλλαγή στην πυκνότητα κατοίκησής της θα επιφέρει η Μικρασιατική καταστροφή και το κύμα προσφύγων προς την Αθήνα.
3.1 «Ξανασχεδιάζοντας» την Αθήνα των αρχαιολογικών χώρων
Το 1914 ο Μερκούρης αναθέτει τον ανασχεδιασμό της Αθήνας στον Thomas Mawson ο οποίος με την ολοκλήρωση του πολέμου εκθέτει το σχέδιό του με τίτλο «Ξανασχεδιάζοντας την Αθήνα» όπου διατυπώνεται η ανάγκη ενοποίησης των περί την ακρόπολη χώρων για τη διαμόρφωση ενιαίου αρχαιολογικού, πολιτιστικού και ψυχαγωγικού πάρκου ανοικτού στους κατοίκους της πόλης (Παπαγεωργίου-Βενετάς 1996 και 2010).
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1929, ανακινείται το ζήτημα της ανασκαπτέας ζώνης γύρω από την Ακρόπολη λόγω της ανασκαφής της Αρχαίας Αγοράς από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών (Μπίρης 1999).

Την ίδια χρονιά αρχίζουν οι ανασκαφές του χώρου της Ακαδημίας υπό την επιμέλεια του αρχιτέκτονα Παναγιώτη Αριστόφρωνα.
Την επέκταση των ανασκαφών στην Ακαδημία περιλαμβάνει το σχέδιο ανασυγκρότησης της πρωτεύουσας που παρουσιάζει το 1945 ο Κωνσταντίνος Μπίρης (Σαρηγιάννης 2000).
Σύμφωνα με αυτό, η ελκυστικότητα της πόλης των Αθηνών θα προκύψει από την εκτεταμένη ανασκαφή της περιοχής γύρω από την Ακρόπολη και τη δημιουργία ενοποιημένου αρχαιολογικού πάρκου, του «Άλσους των Αρχαίων Αθηνών» από το Στάδιο και το Ολυμπείο, μέχρι την Ακαδημία του Πλάτωνα. Παρόλο που ο χώρος οριοθετείται για πρώτη φορά το 1937, το όριο θα αλλάξει επανειλημμένα για να συμπεριλάβει νέες ανασκαφές και απαλλοτριώσεις.
Η έκταση του αρχαιολογικού χώρου κηρύσσεται απαλλοτριωτέα το 1974 και χαρακτηρίζεται ως Άλσος Πρασίνου το 1978 ενώ οι απαλλοτριώσεις και επεκτάσεις είναι ακόμα σε εξέλιξη.

Μετά τη διάνοιξη της λεωφόρου Αθηνών το 1956, πυκνώνει η εγκατάσταση βιοτεχνικών μονάδων στα δυτικά της Ακαδημίας Πλάτωνος.
Από το 1984 επιχειρείται η συγκέντρωση των «οχλουσών» παραγωγικών δραστηριοτήτων σε οργανωμένους χώρους υποδοχής με στόχο κυρίως την απομάκρυνσή τους από το κέντρο της πόλης.
Η έκταση αυτή χαρακτηρίζεται ως ΒΙΟ.ΠΑ. με το ΓΠΣ του 1988, αλλά εξαιρείται από το προεδρικό διάταγμα (1995) με το οποίο ο Ελαιώνας αποκτά Σχέδιο Χρήσεων Γης.
3.2 Σχεδιασμοί της κρίσης, μεταξύ κεντρικότητα και περιφέρειας
Με τη θεσμοθέτηση του Ρυθμιστικού Σχεδίου (ΡΣΑ, 1515/1985, Λουκάκης 1985) η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας εντάσσεται για πρώτη φορά σε ένα νομοθετημένο προγραμματικό πλαίσιο και δρομολογείται η εφαρμογή του από την Ε.Α.Χ.Α. Α.Ε. η οποία ιδρύεται το 1997.
Για τον αρχαιολογικό χώρο της Ακαδημίας Πλάτωνος το όραμα είναι «η δημιουργία ενός Υπερτοπικού Πόλου Πολιτιστικών Δραστηριοτήτων, μια «ποιοτική παρέμβαση μεγάλης κλίμακας» που θα αξιοποιήσει σε παγκόσμια κλίμακα την αίγλη της ομώνυμης σχολής».
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η πρόθεση ανέγερσης του νέου Μουσείου της Πόλης των Αθηνών, ενώ καθορίζονται και χρήσεις γης και όροι δόμησης στη περιβάλλουσα ζώνη προστασίας (Φ.Ε.Κ. 911Δ/2004).

Παρόλο που καταρτίζεται από ομάδα συνεργατών της ΕΑΧΑ Α.Ε. εισήγηση με κατευθύνσεις για την έναρξη ενός «συνολικού» σχεδιασμού στην Ακαδημία Πλάτωνος, η περιοχή δεν θα αποτελέσει αντικείμενο Πολεοδομικής Μελέτης Αναβάθμισης (Π.Μ.) που από το 1992 εκπονούνται σε εφαρμογή του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου της Αθήνας (Αραβαντινός 2007, Καλαντζοπούλου κ.ά. 2011α).
Το πρόγραμμα της ενοποίησης τελικά διακόπτεται και το Μουσείο της Πόλης απομακρύνεται από τις προτεραιότητες του Υπουργείου Πολιτισμού αλλά στο κενό που αφήνει ο κεντρικός σχεδιασμός, αναπτύσσονται ιδιοκτησιακά συμφέροντα και επενδυτικά σχέδια.
Στο βόρειο τμήμα της Αθηνών εγκαθίστανται, από το 2001, το Χρηματιστήριο Αθηνών και μία σειρά υπηρεσιών και χώρων γραφείων αποδεικνύοντας την ύπαρξη ενός πρόσκαιρου επενδυτικού ενδιαφέροντος που ενισχύεται από τους σχεδιασμούς για το νέο Κεντρικό Σταθμό Υπεραστικών λεωφορείων και το νέο αθλητικό-εμπορικό συγκρότημα της «Διπλής Ανάπλασης» στο Βοτανικό (Χατζηιωάννου 2012).

Πηγή: υπόβαθρο Google Earth, επεξεργασία Α. Χαζάπης

Αναφέρουμε ως ενδεικτικά κείμενα τα εξής: «Σχέδιο Δράσης για το Κέντρο της Αθήνας, 6 σημεία» (Δήμος Αθηναίων σε συνεργασία με την κυβέρνηση και το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη), «Ένα σχέδιο για το Ιστορικό Κέντρο της Αθήνας» (Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Περιβάλλοντος της Βουλής, 2010), «Σχέδιο Νόμου Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας / Αττικής 2021», «Πρόγραμμα Αθήνα-Αττική 2014» (ΥΠΕΚΑ), «Μεταλλασσόμενοι χαρακτήρες και πολιτικές στα κέντρα πόλης Αθήνας και Πειραιά» (ΥΠΕΚΑ, ΕΜΠ, 2011).

Στην περίοδο που χαρακτηρίζεται από τα διαδοχικά μνημονιακά προγράμματα, από το 2009, είναι χαρακτηριστική η επαναφορά του κέντρου της Αθήνας στο επίκεντρο του λόγου για την πόλη (Καλαντζοπούλου κ.ά. 2011β).
Η απεικόνιση της «υποβάθμισης» συνοδεύει όλη την τελευταία πενταετία, κάθε αναφορά στο κέντρο ενώ η «ανάκτησή» του αποτελεί το νέο «στρατηγικό» στόχο για τον οποίο συνεργάζονται πλήθος θεσμικών, κρατικών και επιστημονικών φορέων1.
Ο σχεδιασμός φιλόδοξων πολεοδομικών παρεμβάσεων στο κέντρο της πόλης, σχετίζεται άμεσα με την πολιτική της ανάδειξης της κεντρικότητας ως φορέα αναβάθμισης της Αθήνας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την «ανασυγκρότηση του κέντρου της Αθήνας με άξονα την πεζοδρόμηση της Οδού Πανεπιστημίου» (Θεοφανίδου κ.ά. 2012).
Στο πλαίσιο των έργων-ναυαρχίδας, που αποσκοπούν σε μία ακόμα μεγάλη αφήγηση για την «ταυτότητά» της Αθήνας, η Ακαδημία Πλάτωνος αποτελεί μία «λανθάνουσα ιστορική κεντρικότητα» που σχετίζεται αποκλειστικά με τον σημαντικό αρχαιολογικό της χώρο.

4. Η Ακαδημία Πλάτωνος ως κοινό αγαθό

Η μετατόπιση της κατανόησης του χώρου προς τις κοινωνικές σχέσεις που τον συγκροτούν, προς τη δημιουργία των κοινών, την παραγωγή τους και τη συλλογική τους εκμετάλλευση, καθορίζουν και τον τρόπο που εξετάζουμε τις συλλογικότητες και τις πρακτικές τους στην Ακαδημία Πλάτωνος και μέσα από αυτές επιδιώκουμε να αναδείξουμε τις διαφοροποιήσεις και την πολλαπλότητα των αφηγήσεων και των οραμάτων τους.

Η Επιτροπή Κατοίκων της Ακαδημίας Πλάτωνος δραστηριοποιείται από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 με κύριο αίτημα την οργάνωση, προστασία και αναβάθμιση του αρχαιολογικού πάρκου. Αφορμή που κινητοποιεί εκ νέου τους κατοίκους της περιοχής το 2008, είναι η πρόθεση της Νομαρχίας Αθηνών να ανεγείρει σε μικρή απόσταση από το αρχαιολογικό πάρκο, πολυώροφο κτίριο γραφείων.
Μετά από ένα χρόνο κινητοποιήσεων ματαιώνεται η ανέγερση του συγκροτήματος της Νομαρχίας η οποία παραχωρεί το οικόπεδο για την ανέγερση νηπιαγωγείου σύμφωνα με το αίτημα της επιτροπής κατοίκων.
Το ίδιο διάστημα η επιτροπή αγωνίζεται να ματαιώσει την ανέγερση άλλου πολυώροφου κτιρίου γραφείων, αυτή τη φορά εντός του αρχαιολογικού χώρου σε ιδιοκτησία που καταφέρνει να εξαιρεθεί από την απαλλοτριωτέα ζώνη και εξασφαλίζει οικοδομική άδεια.
Η μαζική κινητοποίηση των κατοίκων προσελκύει το ενδιαφέρον φορέων και καταλήγει στην απαλλοτρίωση της εν λόγω ιδιοκτησίας στα τέλη του 2010 μαζί με έκταση 16 στρεμμάτων που προσαρτώνται στον αρχαιολογικό χώρο.

Εντωμεταξύ, η Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Δήμου Αθηναίων, εκπονεί το 2009 (Α' Φάση) και το 2010 (Β' Φάση) τη Μελέτη Πολεοδομικού Ανασχεδιασμού της γειτονιάς της Ακαδημίας Πλάτωνος (Γκουμοπούλου 2013).
Η επιτροπή συμμετέχει στη διαβούλευση που ακολουθεί την πρώτη φάση της μελέτης, διεκδικώντας περιορισμό της δόμησης και αύξηση των ελεύθερων χώρων πρασίνου. Σύμφωνα με την επιτροπή κατοίκων, η μελέτη αυτή επιδιώκει απλά «τακτοποίηση» των πολεοδομικών ζητημάτων της περιοχής, δεν ενισχύει τους χώρους πρασίνου γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο αλλά τους περιορίζει (όπως στην περίπτωση των Λαχανόκηπων) και δεν μειώνει τους όρους δόμησης γύρω από το πάρκο (Βάσσου 2011).
Η Επιτροπή Κατοίκων συμμετέχει τον Φεβρουάριο του 2010, σε συνεδρίαση της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Περιβάλλοντος της Βουλής, στο πόρισμα της οποίας εντάσσεται η ανάδειξη-αξιοποίηση του αρχαιολογικού χώρου.
Η ανέγερση μεγάλου εμπορικού κέντρου με την ονομασία «Academy Gardens» στη θέση της κατεδαφισμένης κλωστοϋφαντουργείας Μουζάκη, προκαλεί από το 2012 την αντίδραση της Επιτροπής Κατοίκων η οποία επιδιώκει την διακοπή και ακύρωση των εργασιών.

Η παρουσίαση των συλλογικών εγχειρημάτων της Ακαδημίας Πλάτωνος βασίζεται σε σειρά συνεντεύξεων που πραγματοποιήθηκαν το 2013 και 2014. Βλ. και Χαζάπης 2013.

Η Επιτροπή Κατοίκων διαμορφώνει μία δυναμική δράσεων και διεκδικήσεων με διπλή αξία. Από τη μία, συγκροτείται το Στέκι Αλληλεγγύης και οι κοινωνικές δομές που αφορούν την καθημερινότητα των κατοίκων και την προσπάθεια δημιουργίας συνεργατικών και αλληλέγγυων πρακτικών που σχετίζονται με ζητήματα κατοικίας, εκπαίδευσης, ένδυσης/ διατροφής κ.λ.π.
Από την άλλη διαμορφώνεται μία συνειδητή πρόσληψη του πάρκου και της γειτονιάς της Ακαδημίας Πλάτωνος, ως τόπου με ιδιαίτερη και ξεχωριστή φυσιογνωμία μέσα στην πόλη, και κατ' επέκταση με την προσπάθεια προστασίας της φυσιογνωμίας αυτής αλλά και τον έλεγχο της εκμετάλλευσής της.
Πέρα από την ανάγκη συνολικής αναβάθμισης του πάρκου, τη σύνδεσή του με το Δημόσιο Σήμα και τον Κεραμεικό, την επέκτασή του στην έκταση των ΚΤΕΛ, την δημιουργία του Μουσείου των Αθηνών και τη μετατροπή του σε σημαντικό εκπαιδευτικό και πολιτιστικό κέντρο, διεκδικούν τη συνολική αναμόρφωση της περιοχής μέσα από την δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου προστασίας που θα συγκρατεί χαμηλά τους όρους δόμησης, θα πολλαπλασιάζει τους ελεύθερους χώρους και τις κοινωνικές υποδομές (εκπαίδευσης, άθλησης κ.λπ.) και θα δημιουργεί τις συνθήκες ανάπτυξης συνεργατικών δομών τοπικής επιχειρηματικότητας, υποστήριξης οικογενειακών μεταποιητικών και βιοτεχνικών μονάδων κλπ.

Διαφορετική περίπτωση είναι αυτή του συνεργατικού καφενείου με την ονομασία «Ευρωπαϊκό Χωριό», συλλογικό εγχείρημα που ξεκινά το Μάιο του 2010, με στόχο να δημιουργηθεί με βάση την Ακαδημία Πλάτωνος, ένα εργαστήριο για τη διερεύνηση εναλλακτικών κοινωνικών και οικονομικών πρακτικών.
Το Συνεργατικό Καφενείο επιδιώκει μέσα από μία σειρά δράσεων και συνεργασιών να αποτελέσει ένα «αστικό εργαστήριο» όπου διερευνώνται ζητήματα αλληλέγγυας οικονομίας, δίκαιου και αλληλέγγυου εμπορίου, βιολογικής γεωργίας, διάσωσης παραδοσιακών σπόρων, αλλά και ζητήματα οριζόντιας κοινωνικής οργάνωσης, άμεσης δημοκρατίας και από-ανάπτυξης, μοντέλα οικοκοινοτήτων, ηθικής κατανάλωσης και αυτάρκειας.
Η αρχική πρόθεση, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των μελών του Συνεργατικού Καφενείου, ήταν το εγχείρημα αυτό να αποτελέσει ένα πλαίσιο στο οποίο θα αποκτηθεί η απαραίτητη εμπειρία για τη δημιουργία μίας νέας οικοκοινότητας στην ελληνική ύπαιθρο.

Για την απόκτηση αυτής της εμπειρίας θεωρήθηκε σημαντική η συμμετοχή των μελών σε προγράμματα ανταλλαγής με τα οποία δίνεται η δυνατότητα επίσκεψης σε οικοκοινότητες και συνεργατικά εγχειρήματα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Την ίδια στιγμή, θεωρήθηκε κρίσιμη η δικτύωση των εγχειρημάτων που σχετίζονται με αυτά τα ζητήματα στη χώρα μας, η επαφή με ελληνικές οικοκοινότητες και η καθιέρωση σταθερής συνεργασίας.
Με τον τρόπο αυτό αναπτύχθηκε μία ιδιότυπη αλλά και ενδιαφέρουσα σχέση ανάμεσα στην τοπική συνθήκη του Πάρκου της Ακαδημίας και το όραμα της οικοκοινότητας που μεταθέτει το όριο εκτός της πόλης.
Αυτό αναδιαμόρφωσε το αρχικό όραμα του συνεργατικού καφενείου, καθιστώντας σαφές ότι η σχέση της αστικής με την έξω-αστική συνθήκη είναι πολύ πιο γόνιμη από την μετάθεση της αποκτημένης εμπειρίας και γνώσης στο μονοσήμαντο πλαίσιο της οικοκοινότητας.

Παράλληλα με την δικτύωση των οικολογικών εγχειρημάτων της πόλης αναπτύχθηκε η σχέση του Συνεργατικού Καφενείου με τη γειτονιά του και η διαμόρφωση ενός πλαισίου συμμετοχής που συνενώνει τους κατοίκους και τους επισκέπτες γύρω από δράσεις και πρωτοβουλίες που έχουν κοινή εδαφική αναφορά στο αρχαιολογικό πάρκο και την γειτονιά αλλά απεύθυνση που υπερβαίνει τόσο τη γειτονιά όσο και την πόλη.
Για αυτούς το αρχαιολογικό πάρκο υπερβαίνει την έννοια του δημόσιου χώρου αλλά και αυτή του τόπου ως κοινού αγαθού.
Μέσα από τις δράσεις και τις διερευνήσεις του Συνεργατικού Καφενείου σε συνεργασία με πλήθος άλλων εγχειρημάτων, γεννιούνται νέες κατευθύνσεις διερεύνησης και πειραματισμού δημιουργώντας ένα ρίζωμα των νοηματοδοτήσεων και των πρακτικών στο έδαφος της πόλης.

Η «Ομάδα Μετάβασης» της Ακαδημίας Πλάτωνος δημιουργήθηκε τον Μάρτιο του 2013, και αν και διαθέτει μικρό αριθμό μελών, βασίζεται στη δικτύωση με άλλες ελληνικές και ευρωπαϊκές ομάδες, από τις οποίες αντλεί εμπειρία, και η απεύθυνση της ομάδας υπερβαίνει τη γειτονιά, παρόλο που «ριζώνει» ουσιαστικά σε αυτήν.
Η Μετάβαση αφορά ακριβώς την δημιουργία συνθηκών που θα εξασφαλίσουν στο αστικό πλαίσιο, ενεργειακή και διατροφική αυτάρκεια που καθιστά ανθεκτική μία κοινότητα.
Από τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μέχρι την αστική καλλιέργεια και τη δημιουργία συνεργατικών δομών, το πλαίσιο της Μετάβασης μετατοπίζει τις ερμηνείες της πόλης και προτείνει επιπλέον οραματισμούς για την αστική ζωή.

5. Ο σχεδιασμός ως καλλιέργεια

Η αφετηρία για την διερεύνηση των συλλογικών εγχειρημάτων και πρακτικών στην Ακαδημία Πλάτωνος, ήταν η αναζήτηση του περιθωρίου να τροφοδοτηθεί από αυτές μία κατανόηση του σχεδιασμού, ανοιχτού στην πολλαπλότητα των οραμάτων για την πόλη.
Στην διάρκεια της έρευνας αυτό που έγινε κατανοητό ήταν ότι οι αλληλοδιαπλεκόμενες αυτές πρακτικές στο χώρο, αποτελούσαν συχνά συγκρουόμενα ή αντιφατικά οράματα.
Οι πρακτικές μέσα από τις οποίες η Επιτροπή Κατοίκων διεκδικεί την ιδιοποίηση της υπεραξίας του Αρχαιολογικού Πάρκου, διασώζει μία έννοια «κεντρικότητας» όπως αυτή γίνεται κατανοητή από τον θεσμικό σχεδιασμό. Από την άλλη πλευρά, οι συλλογικότητες και τα εγχειρήματα που χρησιμοποιούν το έδαφος της Ακαδημίας Πλάτωνος αλλά βασίζονται στην υπερτοπική δικτύωση και απεύθυνση, διατυπώνουν οράματα που διεκδικούν περιθωριακές/περιφερειακές συνθήκες.
Η τουριστική κεντρικότητα δύσκολα μπορεί να συνυπάρξει με την πειραματική και μεταβαλλόμενη φύση αυτών των εγχειρημάτων.
Γι' αυτό και σε αντίθεση με την Επιτροπή κατοίκων, αυτά τα εγχειρήματα δεν υιοθετούν την απεικόνιση της υποβάθμισης, αλλά συνειδητά αναπτύσσονται στους «ενδιάμεσους» χώρους, στα περιθώρια των σχεδιασμών και της πόλης.

Η επαφή με το ερευνητικό πεδίο και το εύρος των αφηγήσεων και των σημασιών που προκύπτουν από τη διαφοροποιημένη δράση στο χώρο της πόλης, ενισχύει την πεποίθηση ότι ο σχεδιασμός οφείλει να ανά-νοηματοδοτηθεί προκειμένου να επιτρέπει την ύπαρξη, την ανάπτυξη και τη δυναμική αυτής της πολλαπλότητας, να ενσωματώσει εργαλεία που όχι μόνο καταγράφουν και αφουγκράζονται τη δυναμική του αστικού χώρου και των κοινωνικών υποκειμένων, αλλά και «προικίζουν» το χώρο με τις προϋποθέσεις εκείνες που θα ενεργοποιούν και θα ενθαρρύνουν τα διαφοροποιημένα νοήματα, τα πολλαπλά οράματα και τις μεταβαλλόμενες αφηγήσεις.
«Ο Lewis Mamford χρησιμοποιεί την αλληγορία της καλλιέργειας της γης σε σχέση με την εξόρυξη για να υπογραμμίσει τη διαφορά μεταξύ τους. Η γεωργία «επιστρέφει συνειδητά όσα ο άνθρωπος αφαιρεί από τη γη». Η διαδικασία της εξόρυξης αντίθετα «είναι καταστρεπτική. Η γεωργία αντιπροσωπεύει τη συνέχεια. Αντίθετα, όμως, η εξόρυξη αποτελεί την επιτομή της ρήξης και της ασυνέχειας.» (Bauman 2005, σ. 45).
Η μεταφορά της καλλιέργειας, απελευθερώνει με ποικίλους τρόπους την κατανόηση του σχεδιασμού, ως μία διαδικασία που δεν ολοκληρώνεται στην εφαρμογή μίας σειράς παρεμβάσεων στο χώρο.
Ο σχεδιασμός με αυτή την έννοια «προετοιμάζει» το έδαφος, επιλέγει «σπόρους», παρακολουθεί την ανάπτυξή τους, εγκαθιστά στο χώρο κύκλους ζωής και αναγέννησης και παραμένει ανοιχτός στους νέους προσδιορισμούς, τις νέες σημασίες, την ίδια στιγμή που καλλιεργεί ανανεωμένα οράματα και αφηγήσεις.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΑΖΑΠΗΣ
Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος, 
Υπ. Διδάκτορας, 
Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

πηγή: http://www.citybranding.gr/



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου