Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

Λάδι, Μέλι και Κρασί:Διατροφικός Χρυσός στις ξένες αγορές

Οι Διεπαγγελματικές Οργανώσεις «Ελαιόλαδου & Ελιάς», «Μελιού & Λοιπών Προϊόντων Κυψέλης», «Αμπέλου & Οίνου» και ο ΣΕΒ ενώνουν τις δυνάμεις τους και εγκαινιάζουν μία πρωτοβουλία συνεργασίας και προώθησης κοινών θέσεων για την στήριξη της αγροδιατροφικής αλυσίδας και ειδικότερα των προϊόντων υψηλής αξίας που παράγονται από την Ελληνική γη, όπως είναι το λάδι, το μέλι και το κρασί.




Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας, οι τέσσερις φορείς καταγράφουν και τεκμηριώνουν πρακτικές προτάσεις πολιτικής που μπορούν να αναβαθμίσουν την παραγωγή, να βελτιώσουν ακόμα περισσότερο τις εξαγωγές, να ενισχύσουν τις συνέργειες μεταξύ δυναμικών κλάδων της Ελληνικής οικονομίας και να δημιουργήσουν νέες δουλειές στην Ελληνική περιφέρεια. Σήμερα τόσο η επιστημονική κοινότητα όσο και οι καταναλωτές αναγνωρίζουν την υψηλή αξία της μεσογειακής διατροφής και των προϊόντων της. Ταυτόχρονα, η τεχνολογία προσφέρει εργαλεία για την αύξηση της αγροτικής παραγωγής, τον έλεγχο της ποιότητας, την τυποποίηση των προϊόντων και την εφαρμογή βασικών αρχών της κυκλικής οικονομίας στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων.
Κι όμως, ενώ η Ελλάδα έχει πολλές δυνατότητες, λόγω ιστορίας, πολιτισμού και κλίματος, να πρωταγωνιστήσει με τα ποιοτικά προϊόντα της στις διεθνείς αγορές, δεν έχει καταφέρει ακόμη να κεφαλαιοποιήσει το σημαντικό αγροδιατροφικό απόθεμα που διαθέτει.
Ο κατακερματισμένος κλήρος και η έλλειψη τυποποίησης αποτελούν βασικούς λόγους πίσω από την χαμηλή προστιθέμενη αξία των ελληνικών αγροτικών προϊόντων. Παρά την κατά 70% μεγαλύτερη επιδότηση ανά παραγωγή, ο κατακερματισμένος κλήρος παραμένει τριπλάσιος από την Ε.Ε. ενώ η προσθήκη μεταποιητικής αξίας στα ελληνικά αγροδιατροφικά προϊόντα κατά 57% μικρότερη.
Έτσι παραμένουν λίγα τα προϊόντα που μπορούν να ανταγωνιστούν διεθνώς με διαφοροποίηση και ποιότητα και όχι πάντα με χαμηλή τιμή. Το λάδι, το μέλι και το κρασί μπορούν να είναι τρία τέτοια προϊόντα.
Όμως, στην προσπάθεια να παραμείνουν διεθνώς ανταγωνιστικά, συναντούν εμπόδια μέσα στη χώρα όπως το λαθρεμπόριο, ο αθέμιτος ανταγωνισμός, οι παράνομες ελληνοποιήσεις και η άσκοπη επιβολή ειδικών φόρων.
Παράλληλα, ένα δαπανηρό συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα διεθνούς προβολής δρομολογείται ήδη από την Ελληνική Πολιτεία χωρίς συντονισμό και συνέργειες με τους επαγγελματίες των κλάδων.
Τέλος, η ποιοτική υστέρηση υποδομών μεταφοράς και αποθήκευσης, οι ξεπερασμένες (μη ανταποδοτικές) επιδοτήσεις και ο παρεμβατισμός στους συνεταιρισμούς δεν ευνοούν την ανάπτυξη. Ως σημαντικότερη προτεραιότητα για την ποιοτική αναβάθμιση των εγχώριων προϊόντων αναδεικνύεται η καθιέρωση ενός κοινού σήματος ποιότητας που θα αποδίδεται βάσει συγκεκριμένης διαδικασίας πιστοποίησης και θα διακρίνει τα ελληνικά προϊόντα στις διεθνείς αγορές.
Η χαμένη μάχη των οικονομιών κλίμακας
Η βελτίωση του εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου των αγροτικών περιοχών είναι σημαντική πρόκληση στην Ελλάδα όπως και σε ολόκληρη Ευρώπη. Η Ε.Ε. το αντιμετωπίζει με συγκέντρωση κλήρων, εκτεταμένες συμπράξεις με την μεταποίηση, υποδομές εφοδιαστικής αλυσίδας, αλλά και ποιοτική αναβάθμιση των παραγόμενων προϊόντων. Σήμερα οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης αξιοποιούν τεχνολογικές καινοτομίες στην οργάνωση της αγροτικής παραγωγής. Αυξάνουν τις ποσότητες παραγωγής, διασυνδέουν καλύτερα τα αγροτικά προϊόντα με την μεταποίηση και ξεπερνούν τις προκλήσεις που θέτει η γεωγραφική θέση και το κλίμα τους. Παράλληλα προστατεύουν το περιβάλλον και εξοικονομούν φυσικούς πόρους.
Σε αντίθετη τροχιά, η χώρα μας στην οποία η αγροτική παραγωγή και η κτηνοτροφία δημιουργούν ακαθάριστη προστιθέμενη αξία €5,3 δισ. και η μεταποίηση τροφίμων €5,6 δισ. (Eurostat, 2016) δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να αξιοποιήσει σε μεγάλο βαθμό τις οργανωτικές και τεχνολογικές εξελίξεις και τις σημαντικές δυνατότητες που πλέον δίνει η σύγχρονη αγροτική παραγωγή. Έτσι, η ελληνική παραγωγή προσπαθεί εδώ και χρόνια να δημιουργήσει οικονομίες κλίμακας. Όμως, ο μέσος Ελληνικός κλήρος παραμένει μικρός και συνδεδεμένος με συνεχείς επιδοτήσεις (Δ1) και αποδίδει σε ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανά στρέμμα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, περίπου 60% λιγότερο σε σύγκριση με την Ιταλία των επώνυμων, υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντων αγρο-διατροφικής αλυσίδας. Επιπλέον, η Ελλάδα αναπτύσσει μικρό βαθμό συμπράξεων με τη μεταποιητική βάση η οποία μπορεί και προσθέτει συνεχώς αξία (Δ2) άρα επιπλέον εισόδημα στους παραγωγούς.
Παρά την 70% μεγαλύτερη επιδότηση ανά παραγωγή, ο κατακερματισμός παραμένει τριπλάσιος της Ε.Ε.. ενώ η προσθήκη μεταποιητικής αξίας κατά 57% μικρότερη. Η
Ελλάδα δημιουργεί 5 φορές μικρότερη αξία ανά στρέμμα σε σχέση με την Ολλανδία, παρά το άριστο μεσογειακό κλίμα. Έτσι παραμένουν λίγες οι περιπτώσεις που κερδίζουν το διεθνή ανταγωνισμό με διαφοροποίηση και ποιότητα και όχι με χαμηλή τιμή.
Ακόμα και οι Σκανδιναβικές χώρες προσθέτουν μεγαλύτερη μεταποιητική αξία στην φτωχότερη αγροτική παραγωγή τους από ό,τι η Ελλάδα (52% έναντι 40% στην Ελλάδα).
Σημαντικά εμπόδια αποτελούν η ποιοτική υστέρηση κρίσιμων υποδομών, η πολιτική των μη ανταποδοτικών επιδοτήσεων και ο παρεμβατισμός στους συνεταιρισμούς. Στην προσπάθεια αυτή παραμένουν μια σειρά από σημαντικά εμπόδια όπως η ποιοτική υστέρηση κρίσιμων υποδομών, η πολιτική των μη ανταποδοτικών επιδοτήσεων και ο παρεμβατισμός στους συνεταιρισμούς.
Ειδικότερα :
- Παρατηρείται σημαντική ποιοτική υστέρηση κρίσιμων υποδομών διαμετακόμισης, κεντρικών αγορών, agrologistics, υπηρεσιών ψυχρής μεταφοράς και αποθήκευσης κτλ που θα  μείωναν το κόστος πρώτων υλών και τελικών προϊόντων.
- Συνεχίζεται η πολιτική (μη ανταποδοτικών) επιδοτήσεων αδιαφοροποίητα στην παραγωγή, αντί να πριμοδοτείται η ποιότητα και η διαφοροποίηση, αλλά και η φορολογική πολιτική έναντι της αγροτικής παραγωγής που δεν ενθαρρύνει την ουσιαστική αναβάθμιση των αγροτικών προϊόντων.
Εστιάζει κυρίως στην αντιστάθμιση φυσικών δυσκολιών (πχ καιρικά φαινόμενα, καταστροφές, γεωμορφολογία, κτλ), παρά στην αντιμετώπιση πολυετών δομικών προβλημάτων (πχ
κατακερματισμός, χαμηλή προστιθέμενη αξία, λαθρεμπόριο, αθέμιτος ανταγωνισμός, κτλ).
 - Ο μακροχρόνιος παρεμβατισμός στους συνεταιρισμούς οδήγησε σε αναποτελεσματικότηταπολλούς εξ αυτών, γεγονός που υπονόμευσε ένα κρίσιμο εργαλείο βελτίωσης του αγροτικού  εισοδήματος. Οι ιδιωτικές συνεργατικές πρωτοβουλίες είναι ικανές να αποφύγουν τα λάθη του παρελθόντος και να παίξουν κρίσιμο ρόλο εκεί που οι δημόσιες παρεμβάσεις στους Ελληνικούς συνεταιρισμούς αποτυγχάνουν. Το ίδιο ισχύει και για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στην αγροδιατροφική
Παρόλα αυτά, υπάρχουν παραδείγματα του κλάδου, όπως ενδεικτικά ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Καλαβρύτων ή η Stevia Hellas Cooperative, που έχουν καταφέρει να κερδίσουν το στοίχημα της ποιότητας, της τεχνολογικής και περιβαλλοντικής αναβάθμισης και εν τέλει της κερδοφορίας και έχουν εδραιωθεί στην εγχώρια και διεθνή αγορά, ακόμα και μέσα στην κρίση. Η ίδια η ελληνική γεωμορφολογία προσδίδει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχουν τα πρωτογενή προϊόντα της χώρας (πχ γηγενείς ποικιλίες), κάτι που κατοχυρώνεται με σχετικά σήματα ποιότητας και προέλευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
 Το στοίχημα θα κερδηθεί, με συνδυασμό τεχνογνωσίας και παράδοσης, συνεχή ποιοτικό έλεγχο σε όλα τα στάδια, δημιουργία παραγωγικών δικτύων (χωράφι,
μεταποίηση, διάθεση προβολή, κτλ), συντονισμένη εμπλοκή μεγαλύτερων μονάδων μεταποίησης που προσθέτουν αξία και διεθνώς ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά.
Παρουσίαση δυναμικών αγροδιατροφικών προϊόντων – Η σημασία και οι προκλήσεις
Α. Ελαιόλαδο
Ο ελαιοκομικός τομέας αποτελεί έναν από τους δυναμικότερους πυλώνες του αγροτικού τομέα της χώρας, με μεγάλη οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική σημασία λόγω μεγέθους παραγωγής (Δ3). Ο τομέας προσφέρει εισόδημα και απασχόληση σε περισσότερες από 600.000 οικογένειες σε ολόκληρη τη χώρα.
Το ελαιόλαδο αποτελεί ιστορικά το σημαντικότερο αγροτικό προϊόν της χώρας με τη μέση ετήσια παραγωγή να κυμαίνεται στη περιοχή των 300 χιλ. τόνων. Οι μέγιστες δυνατότητες παραγωγής μπορούν να πλησιάζουν τους 400 χιλ. τόνους.
Το ελαιόλαδο συνεισφέρει στο ΑΕΠ της χώρας σε ετήσια βάση ένα ποσό της τάξης του €1 δις. Όμως, η μοναδιαία παραγωγή (συγκομιδή ανά εκτάριο (Δ4) υστερεί σε σχέση με τους βασικούς ανταγωνιστές. Η παρουσία του επώνυμου ελληνικού ελαιόλαδου στις διεθνείς αγορές είναι περιορισμένη, μόλις στο 4,2% (30 χιλ. τόνοι) της διεθνούς επώνυμης αγοράς. Ο δε  ανταγωνισμός στις επώνυμες εξαγωγές προέρχεται από χώρες χαμηλού κόστους,όπως Ισπανία και Τυνησία, παρά τα ανώτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού λαδιού.
Το βασικό πλεονέκτημα του ελληνικού ελαιόλαδου είναι η εξαιρετική του ποιότητα: πάνω από το 75% της ετήσιας παραγωγής ανήκει στην κατηγορία του εξαιρετικού παρθένου, με πολύ ψηλού επιπέδου οργανοληπτικά χαρακτηριστικά.
Τα μειονεκτήματα είναι το σχετικά υψηλό κόστος παραγωγής οφειλόμενο στον κατακερματισμένο κλήρο, και την έλλειψη τυποποίησης. Επίσης η εγχώρια αγορά υποφέρει από σημαντικές στρεβλώσεις, λόγω διάθεσης «χύμα» ελαιόλαδου χωρίς παραστατικά, με αποτέλεσμα τον αθέμιτο ανταγωνισμό και την απώλεια εσόδων για το κράτος. Η έλλειψη τυποποίησης και ελέγχων ποιότητας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου